- καψαλίζομαι
- καψαλίζομαι, καψαλίστηκα, καψαλισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
περικαίω — ΝΑ, και περικαίγω Ν, και αττ. τ. περικάω Α καίω κάτι ολόγυρα, καψαλίζω τσουρουφλίζω αρχ. 1. μτφ. φλογίζω, εξεγείρω, εξερεθίζω 2. παθ. περικαίομαι α) φλέγομαι ολόγυρα, από όλα τα μέρη, καψαλίζομαι γύρω γύρω β) φλέγομαι από αγάπη για κάποιον … Dictionary of Greek